πυνθάνομαι

πυνθάνομαι
και ποιητ. τ. πεύθομαι Α
1. ζητώ να πληροφορηθώ ή μαθαίνω κάτι εξ ακοής, πληροφορούμαι (α. «ἀπ' ἀνδρὸς τὴν νεάγγελτον φάτιν ἐλθὼν πύθηται», Αισχύλ.
β. «ἐξιστορήσαντες τὰ ἐβούλοντο πυθέσθαι», Ηρόδ.)
2. μαθαίνω για κάποιον ή για κάτι (α. «μάχης ἐπύθοντο καὶ ἄλλοι», Ομ. Ιλ.
β. «ὡς ἐπύθοντο τῆς Πύλου κατειλημμένης», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο θεματικός ενεστ. πεύθ-ομαι (ποιητ. τ. τού πυνθάνομαι) ανάγεται στην απαθή βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *bheudh- «είμαι ξύπνιος, επαγρυπνώ, παρατηρώ, αφυπνίζομαι, προσέχω, αναγνωρίζω, πληροφορώ» και αντιστοιχεί ακριβώς με τα: αρχ. ινδ. bodhati «είμαι ξύπνιος, προσεκτικός, καταλαβαίνω» και, επίσης, «ξέρω, γνωρίζω», αρχ. σλαβ. bljudo «παρατηρώ, επαγρυπνώ, προσέχω», ρωσ. bljudu «παρατηρώ». Στη Γερμανική το ρ. χρησιμοποιείται με ενεργητική σημ.: «δίνω προσοχή» απ' όπου η σημ. τού αρχ. ισλ. bjōda και τού αρχ. άνω γερμ. biotan «προσκαλώ». Με ενεργητική σημ. χρησιμοποιείται και ο κρητ. τ. πεύθω επίσης και το λιθουαν. baudžiu «τιμωρώ». Γεγονός πάντως είναι ότι η ρίζα *bheudh- διαθέτει ποικιλία σημασιών, πολλές από τις οποίες έχουν περάσει αναλλοίωτες στις επιμέρους γλώσσες, ενώ ορισμένες απ' αυτές έχουν δημιουργήσει ειδικότερες σημ. που μαρτυρούνται μόνο στις συγκεκριμένες γλώσσες, όπως η σημ. «πληροφορούμαι» τών πυνθάνομαι / πεύθομαι, η σημ. «ξέρω, γνωρίζω, καταλαβαίνω» τού αβεστ. baodaiti, η σημ. «τιμωρώ» του λιθουαν. baudžiu και ακόμη η σημ. «αναγνώριση» τού προσηγορικού αρχ. ιρλ. buide. Ο αόρ. β' τού ρ. -πύθ-οντο (πρβλ. αρχ. ινδ. budhanta) ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα τής ρίζας, όπως και τα ονοματικά παράγωγα πυστός (πρβλ. αρχ. ινδ. buddha-), πύστις (πρβλ. αρχ. ινδ. buddhi-). Ο ενεστ., τέλος, πυ-ν-θ-άνομαι έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα τής ρίζας με έρρινο επένθημα (που συνίσταται στην έκφραση τού τέλους τής ενέργειας) και επίθημα -άνω (πρβλ. λαγχάνω, μανθάνω, τυγχάνω, λανθάνω, ἀνδάνω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πυνθάνομαι — learn pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυνθάνεσθε — πυνθάνομαι learn pres imperat mp 2nd pl πυνθάνομαι learn pres ind mp 2nd pl πυνθάνομαι learn imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυνθάνῃ — πυνθάνομαι learn pres subj mp 2nd sg πυνθάνομαι learn pres ind mp 2nd sg πυνθάνομαι learn pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέπυσθε — πυνθάνομαι learn perf imperat mp 2nd pl πυνθάνομαι learn perf ind mp 2nd pl πυνθάνομαι learn plup ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπυσμέναι — πυνθάνομαι learn perf part mp fem nom/voc pl πεπυσμένᾱͅ , πυνθάνομαι learn perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπυσμένον — πυνθάνομαι learn perf part mp masc acc sg πυνθάνομαι learn perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπυσμένων — πυνθάνομαι learn perf part mp fem gen pl πυνθάνομαι learn perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπύσμεθα — πυνθάνομαι learn perf ind mp 1st pl πυνθάνομαι learn plup ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πευσομένων — πυνθάνομαι learn fut part mid fem gen pl πυνθάνομαι learn fut part mid masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πευσόμενον — πυνθάνομαι learn fut part mid masc acc sg πυνθάνομαι learn fut part mid neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”